αμάσητος

αμάσητος
και αμάσιγος -η, -ο (Α ἀμάσητος, -ον) [μασῶ]
αυτός που δεν μασήθηκε
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να μασηθεί
2. αυτός που δεν κατασπαταλήθηκε ή δεν μπορεί να δαπανηθεί (π. χ. περιουσία)
3. (για λόγια) σαφής, καθαρός, απερίφραστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμάσητος — unchewed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάσητος — η, ο 1. αυτός που δε μασήθηκε: Καταπίνει το φαΐ του αμάσητο. 2. αυτός που δεν μπορεί να μασηθεί: Αυτό το κρέας είναι αμάσητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμάσητον — ἀμάσητος unchewed masc/fem acc sg ἀμάσητος unchewed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμασήτους — ἀμάσητος unchewed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμασήτῳ — ἀμάσητος unchewed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάσητα — ἀμάσητος unchewed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάσητοι — ἀμάσητος unchewed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείαντος — η, ο (Α ἀλείαντος, ον) [λειαίνω] νεοελλ. αυτός που δεν λειάνθηκε ή δεν μπορεί να λειανθεί, αγυάλιστος, τραχύς αρχ. (για τροφή) άλειωτος, αμάσητος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԾԱՄ — ( ) NBH 1 0165 Chronological Sequence: Early classical ա. ἁμάσητος non mansus, non mandabilis Ոչ ծամեալ. անծասկելի. որ չի ծամուիր, չծամուած. ... *Իբր զխիստ ինչ զանծամ. Յոբ. ՟Ի. 18 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”